ἐπιχαρίζομαι

ἐπιχαρίζομαι
ἐπιχαρ-ίζομαι,
A make a present of,

τινά τινι X.Eq. 6.12

.
2 intr., ἐπιχάριτται ([dialect] Boeot. for ἐπιχάρισαι) τῷ ξένῳ be civil to him, Ar.Ach.884.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχαρίζομαι — ἐπιχαρίζομαι (Α) 1. παραχωρώ κάτι σε κάποιον για να τού κάνω χάρη 2. είμαι ευπροσήγορος, ευγενικός προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχαρισώμεθα — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 1st pl ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαρίσαιο — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor opt mp 2nd sg ἐπιχαρίζομαι make a present of aor opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαρίσηται — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 3rd sg ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχαρίσατο — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠπιχάριτται — ἐπιχάρισσαι , ἐπιχαρίζομαι make a present of aor imperat mp 2nd sg (epic) ἐπιχάρισσαι , ἐπιχαρίζομαι make a present of aor imperat mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιχαρίζομαι — Α προσφέρω σε κάποιον ακόμη ως χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχαρίζομαι «προσφέρω χάρη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”